εικοσαετηρίδα

εικοσαετηρίδα
και εικοσετηρίδα, η (AM εἰκοσαετηρίς και εἰκοσετηρίς)
1. χρονικό διάστημα είκοσι ετών
2. επέτειος χρονικού διαστήματος είκοσι ετών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εἰκοσαετηρίδα — εἰκοσαετηρίς period of twenty years fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικοσαετηρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εικοσαετηρίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”